- ρεύομαι
- -τηκα, έχω ρεψίματα: Τι έπαθες σήμερα και όλο ρεύεσαι;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεύομαι — ρεύομαι, ρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: ρεύομαι : δες προηγούμενη σημείωση … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρεύομαι — και ρεύγομαι ΝΜ βλ. ερεύγομαι (Ι) … Dictionary of Greek
ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… … Dictionary of Greek
απερυγγάνω — ἀπερυγγάνω (Α) [ερυγγάνω] 1. ξερνώ, βγάζω 2. ρεύομαι 3. (για ποταμό) εκβάλλω … Dictionary of Greek
ενερεύγομαι — ἐνερεύγομαι (Α) [ερεύγομαι] 1. ρεύομαι 2. κάνω εμετό, ξερνώ … Dictionary of Greek
εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… … Dictionary of Greek
επερεύγομαι — ἐπερεύγομαι (Α) (για ποτάμι) εκβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερεύγομαι «ρεύομαι, εκβάλλω»] … Dictionary of Greek
ερυγμώ — ἐρυγμῶ, έω (Α) [ερυγμός] ερεύγομαι*, ερυγγάνω*, ρεύομαι … Dictionary of Greek